βλάστημος

βλάστημος
η , ο богохульный, нечестивый; оскорбительный, бранный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βλάστημος" в других словарях:

  • βλαστημός — βλαστημός, ο (Α) [βλαστάνω] ο βλαστός …   Dictionary of Greek

  • βλάστημος — η, ο αυτός που λέει βλαστήμιες, ο υβριστικός: Απέφευγε να του μιλάς, γιατί είναι ένας βλάστημος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλάστημος — η, ο (AM βλάσφημος, ον) 1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία 2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός αρχ. δυσοίωνος, γρουσούζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ] …   Dictionary of Greek

  • βλαστημόν — βλαστημός growth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το …   Dictionary of Greek

  • βλάσφημος — η, ο βλ. βλάστημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»